ιχθυοκτόνος

ιχθυοκτόνος
ος , ον истребляющий рыб

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιχθυοκτόνος" в других словарях:

  • ιχθυοκτόνος — ο (Μ ἰχθυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει, που καταστρέφει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ζωο κτόνος, ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»